Μπροστά στον καθρέφτη του χρόνου
Υπάρχουν στιγμές που η ζωή μας αναγκάζει να σταθούμε μπροστά στον καθρέφτη του χρόνου. Κοιτάζουμε πίσω και μας πλημμυρίζει η αίσθηση πως τα χρόνια πέρασαν, κι εμείς δεν ζήσαμε όπως θα θέλαμε. Σαν να ξεχάσαμε τα θέλω μας, να υποδυθήκαμε ρόλους που δεν ήταν δικοί μας. Τότε έρχεται το ερώτημα που ταράζει συθέμελα: «Και τα χρόνια που πήγαν χαμένα;».
Ένα τραγούδι που συνομιλεί με την ψυχή
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το ερώτημα το είχε τραγουδήσει η Σοφία Βέμπο, στη ρομαντική Αθήνα του μεσοπολέμου: «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα / πριν να γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό…». Ένα τραγούδι που διασχίζει τον χρόνο και ακούγεται ακόμη ζωντανό, όχι πια στα αρχοντικά της Πλάκας, αλλά μέσα στις γκαρσονιέρες και τα διαμερίσματα μιας μεγαλούπολης γκριζαρισμένης από το καυσαέριο. Ωστόσο, εδώ οι στίχοι ίσως δεν απευθύνονται μόνο σε κάποιον σύντροφο, αλλά στον ίδιο μας τον εαυτό. Γιατί όταν, έστω και για λίγο, κάποιος ξανασυναντήσει τον εαυτό του, η σύνδεση είναι τόσο δυνατή που δεν ξεχνιέται. Και μαζί έρχεται ο φόβος: «κι αν μια μέρα τη χάσω αυτή τη σύνδεση;». Ένας φόβος που αναδεικνύει πόσο πολύτιμη είναι η στιγμή της αυθεντικής επαφής με εμάς τους ίδιους.
Οι καμπές που μας αναγκάζουν να δούμε μέσα μας
Αυτό το ερώτημα εμφανίζεται συχνά σε καμπές της ζωής: στην κρίση της μέσης ηλικίας, μετά από έναν χωρισμό, μια σοβαρή ασθένεια, μπροστά σε μια επαγγελματική αλλαγή. Είναι οι στιγμές που ένα κεφάλαιο κλείνει και ξαφνικά καλούμαστε να αναμετρηθούμε με το αν ζήσαμε αυθεντικά ή αν χαθήκαμε μέσα στις προσδοκίες των άλλων. Τότε οι μηχανισμοί άμυνας συχνά ενεργοποιούνται: να ξεχάσω, να αποσπάσω την προσοχή μου, να βρω λογικοφανείς απαντήσεις που θα με προστατεύσουν από τον πόνο.
Ο πόνος πίσω από τα «χαμένα χρόνια»
Αλλά ο πόνος επιμένει. Γιατί πίσω από τη φράση «πήγαν χαμένα» κρύβεται μια βαθύτερη κραυγή: δεν έζησα όπως ήθελα, ξέχασα ποιος είμαι. Στη θεραπεία αυτό ακούγεται ξανά και ξανά: «Θέλω να βρω τον εαυτό μου», «Να είμαι ο εαυτός μου στις σχέσεις». Στην πορεία της θεραπείας το ερώτημα αυτό μεταβάλλεται συχνά στο “Τελικά ποιος είναι ο εαυτός μου”.
Όταν το παρελθόν γίνεται παγίδα
Κι όμως, η ίδια η σκέψη ότι θα αντικρίσω τα «χαμένα χρόνια» μπορεί να γίνει παγίδα. Να με παραλύσει, να με εμποδίσει να κάνω το βήμα της αλλαγής. Σαν να φοβάμαι ότι, αν προχωρήσω, θα φανεί ακόμη πιο καθαρά πόσο έχασα. Και κάπου εδώ, αν το δύσκολο παρελθόν δεν βρει τρόπο να επεξεργαστεί, μπορεί να μετατραπεί σε τραύμα. Ό,τι δεν ειπώθηκε, ό,τι δεν βρήκε χώρο να αναγνωριστεί, μένει μέσα μας σαν μια ανοιχτή πληγή που δεν επουλώνεται. Ο ανείπωτος θυμός, η ματαίωση, η ενοχή μπορεί να στραφούν ενάντια στον ίδιο τον εαυτό — κι έτσι η επιθετικότητα που δεν εκφράστηκε προς τα έξω, μετατρέπεται σε θλίψη ή κατάθλιψη. Η ψυχή κουβαλά τότε όχι μόνο τα χρόνια που χάθηκαν, αλλά και το βάρος του πόνου που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Το νόημα ως δρόμος προς τη συμφιλίωση
Εδώ ανοίγεται μια άλλη προοπτική. Ο Viktor Frankl, που μίλησε για το νόημα της ζωής μέσα από τα πιο σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης εμπειρίας, μας θυμίζει ότι τίποτα δεν είναι πραγματικά χαμένο αν μπορέσουμε να του δώσουμε νόημα. Ακόμη και ο πόνος, ακόμη και η στασιμότητα, μπορούν να γίνουν πρώτη ύλη για μια νέα πορεία. Δεν μπορούμε να σβήσουμε το παρελθόν· μπορούμε όμως να ξαναγράψουμε τη σχέση μας μαζί του.
Η θεραπεία ως τόπος συνάντησης με τον εαυτό
Η ψυχοθεραπεία δεν προσφέρει μια εύκολη λήθη, αλλά έναν χώρο όπου μπορεί κανείς να σταθεί με θάρρος απέναντι σε αυτό το ερώτημα. Να κατανοήσει τι έζησε και πώς έφτασε ως εδώ. Να δει ότι ακόμη κι αυτά τα «χαμένα χρόνια» τον διαμόρφωσαν και τον οδήγησαν στη στιγμή που βρίσκεται τώρα. Και από αυτή τη στιγμή μπορεί να αρχίσει να ζει αλλιώς.
Ίσως, λοιπόν, η αληθινή ερώτηση δεν είναι «πήγαν χαμένα τα χρόνια;» αλλά μια άλλη, πιο ανοιχτή και πιο βαθιά:
Πώς θέλω να ζήσω τον χρόνο που έχω μπροστά μου;